- σκοτσέζικος
- -η, -ο, Νβλ. σκωτσέζικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτσέζικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στη Σκοτία ή προέρχεται από αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)